συμμετρῶν

συμμετρῶν
συμμετρέω
measure jointly
pres part act masc nom sg (attic epic doric)
συμμετρέω
measure jointly
pres part act masc nom sg (attic epic doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • συμμέτρων — σύμμετρος commensurate with masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξυμμέτρων — συμμέτρων , σύμμετρος commensurate with masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αριθμός — Η έννοια αυτή σχηματίζεται (με διάφορες γενικεύσεις) από την απλούστερη έννοια του φυσικού α. Ένας γενικός ορισμός της έννοιας είναι δύσκολο να δοθεί, αν όχι αδύνατο. Στην καθημερινή ζωή ο όρος χρησιμοποιείται με την έννοια του φυσικού ή του… …   Dictionary of Greek

  • λόγος — I Η ομιλία, η λαλιά του ανθρώπου ως μέσο έκφρασης και επικοινωνίας. Βλ. λ. γλώσσα. Λ. επίσης ονομάζεται η λογική. Βλ. λ. λογική. II (Μαθημ.). Ας είναι Α και Β δύο ομοειδή γεωμετρικά μεγέθη, για παράδειγμα, δύο ευθύγραμμα τμήματα· ενδέχεται φυσικά …   Dictionary of Greek

  • παράμετρος — (Μαθημ.). Ο όρος χρησιμοποιείται στα μαθηματικά και σημαίνει ένα μεταβλητό δεδομένο προβλήματος. Ας περιοριστούμε στη στοιχειώδη (κλασική) άλγεβρα για να δώσουμε ένα παράδειγμα: ζητούνται δυο (μιγαδικοί, γενικά) αριθμοί με άθροισμα τον α και με… …   Dictionary of Greek

  • περίπους — οδος, ὁ, ἡ, Α (κατά τον Ησύχ. και τον Φώτ.) «ὁ ἁρμόζων ἀπὸ τῶν συμμέτρων τοῑς ποσὶν ὑποδημάτων ἤ ἀκριβῶς». [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + πούς «πόδι»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”